Τα Καθίκια
Μὲ δισταγμὸ μπήκανε στὸν αἰώνα
μὲ φόβους γιὰ ἕνα δύσκολο χειμώνα…
Διακριτικὰ ἀνέκαθεν κρυμμένα
μὲ τὰ δικά του σχέδια τὸ καθένα…
Τά ‘πιανε πανικὸς σὲ κάθε ὀσμὴ μεγάλη
κρυφὰ ἀλλάζαν μεταξύ τους τὴ σκυτάλη…
Κι ἤξεραν πὼς μποροῦσαν νὰ ἐπιζήσουν
μόνον ἂν ἔλθουν κι ἄλλοι νὰ καθίσουν…
Κι ἡ πρόοδος ἦρθε διακριτικὰ
μὲ νέες ἰδέες κι ἀποσμητικά.
Βῆμα τὸ βῆμα κυκλοφόρησαν τὰ νέα
πὼς γίνονται τ’ ἀσήμαντα σπουδαῖα…
Κι ἀφοῦ εἶδαν πὼς περπάταγε ὁ μύθος
ἀντικατέστησαν τὸ ἦθος μὲ τὸ πλῆθος…
Κι ὅταν ἐπῆλθε πλήρης σύγχυση στῶν ἰδεῶν τὶς γεύσεις
ὅλα τους συγχωνεύτηκαν σ’ ὁμαδικὲς ἀποχετεύσεις…
Κι ἐπικαλούμενα ἐν τέλει καὶ τὴ χούντα
ἔγιναν πλέον δοχεῖα συγκοινωνοῦντα…