Στην Πολιτεία Του Θεού
οὐδὲ λίθον ἐνετίναξαν αὐτοῖς,
οὐδὲ ἐνέφραξαν τοὺς κρύφους
ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α΄, Β΄ 36
Ἀπόμεινε σὰν ἔρημος βουβὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ
τὰ βήματα σταλάζουνε στοὺς τρομαγμένους δρόμους
κι οἱ πύλες μένουν ἀνοικτές…
Πόσο παράξενο. Μιὰ γνήσια πολιτεία τοῦ Θεοῦ
ἔρημη ἀπ’ ἀνθρώπους καὶ δὲν τὴν φοβηθῆκαν οἱ ἐχθροί…
Καὶ τώρα στὸ στρατὸ τῶν Μακκαβαίων
ποὺ συναθροίζονται ὅλοι οἱ ξεκληρισμένοι
κάποιος παράνομος καλπάζει ἀπὸ τὴν ἔρημο.
Ἔφτασε κι εἶπε: “Ἀπέναντι πεθάναν ὅλοι
μὲς στὴν ἁπλότητά τους”. Ἀλλιῶς, τοὺς σφάξανε…
(Ἤτανε βλέπετε ἡ μέρα τῶν Σαββάτων
κι οἱ γιοὶ τοῦ Ἰσραὴλ δὲν πολεμῆσαν…)
Μὲ τὴ σιωπὴ στὸ στόμα ἀφηνιασμένη
μὲ αἷμα μὲς στὰ δάχτυλα πηγμένο
οἱ νέοι Μακκαβαῖοι γιοὶ παράμερα
ὁ Σίμων, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἐλεάζαρ, ὁ Ἰωνάθαν
κι ὁ Ἰούδας
τὰ ὀργισμένα χέρια τους κρατοῦνε
καὶ νιώθουν πιὰ ὅτι ἦρθ’ ἡ ὥρα
νὰ τὸ πιστέψει κι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος,
πὼς εἶναι ἀνάγκη πιὰ νὰ πολεμήσουν
ἀκόμα καὶ τὴ μέρα τῶν Σαββάτων…
Ὡστόσο ἡ μέρα ἡ αὐριανὴ εἶν’ τοῦ Κυρίου
κι ἐπικρατοῦν οἱ γνῶμες τῶν μεγάλων.
Καὶ κάθισαν παράμερα ὅλοι οἱ Μακκαβαῖοι
καὶ ἡ Βουλὴ ἐσίμωνε τὴ δύση…
“Σὰν ἔρθει τὸ πρωὶ -ἡ ἀπόφαση ἐβγῆκε-
θὰ πολεμήσουν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ γενναῖα
ἀλλὰ μὲ ἀρχηγὸ τ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου…”.