Σιωπητήριο
Σὲ αὐτόχειρα συμμαθητὴ τῆς 49ης – ΣΕΑΠ
Σὲ βρῆκε ἡ αὐγὴ νὰ μελετᾶς τὸ πιὸ βαθὺ ὄνειρό σου
ἀμίλητο κι ἀσάλευτο ὅπως τό ‘χεις θελήσει…
Δεύτερο νούμερο σκοπὸς γιὰ νὰ φυλάξεις τ’ ἄστρα
κι οἱ δρόμοι σου ποὺ ἀγάπησαν τὴ λύπη καὶ τὴ λάσπη
ἐπίμονοι σ’ ὁδήγησαν πίσω ἀπ’ τὸ σκοτάδι
κι ἔγινες ὅλος ἕνα φεγγάρι τοῦ Ἰουνίου
μὲ ποταμούς, μὲ γέφυρες, μ’ ἀστέρια
μὲ πολιτεῖες, μὲ φῶτα καὶ μὲ θάνατο…
Πικρέ μου σύντροφε θανάτων καὶ ἡμερῶν
τόσο πολὺ λοιπὸν σὲ κούρασεν ἡ μάχη;
Ἂν εἶν’ ἐλπίδα μακρινὴ καὶ κύμα ποὺ νὰ θέλει
πάρε ξανὰ τὸ μυστικὸ ποὺ ξέρεις μονοπάτι
κι ἔλα ἕνα βράδυ ποὺ ἡ πικρὴ σιωπὴ σὲ περιμένει
γιὰ νὰ σκεφτεῖς γιὰ λίγο νὰ σκεφτεῖς
τὸ πόσο θά ‘κλαιγες, τὸ πόσο θὰ λυπόσουν
ἂν ἄκουγες, ἂν ἔμενες, ἂν ἤσουνα κι ἐσὺ
ὅταν οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν
τὸ τελευταῖο σιωπητήριο τῆς ζωῆς σου…