Προσευχή
καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα τῆς Βαβυλῶνος
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Ζ΄ 43
Κύριε πέρ’ ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα μὴ μὲ θάψεις
δὲν θά ‘βρεις γῆ νὰ μὲ δεχτεῖ, πηγὴ νὰ μὲ ποτίσει
τὰ βήματά μου δὲν ἀξίζουν τέτοιο θάνατο.
Ὅταν σ’ ἀναζητοῦσα μὲς στὶς θάλασσες
Ἐσὺ ὀνειρευόσουνα τοὺς λόφους
κι ὅταν ρημάδι μὲς στὶς πέτρες σ’ ἀποζήτησα
Ἐσὺ σταυροὺς ἐχάραζες στὰ κύματα.
Τώρα δὲν ἔχω δύναμη νὰ διώξω τὰ κοράκια
οὔτε τὸν πρῶτο ἄδικο θρῆνο πάνω ἀπ’ τὴ Ραμά.
Κύριε πέρ’ ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα μὴ μὲ θάψεις
εἶναι κοντὰ καὶ θὰ μὲ βρίσκουν οἱ οὐρανοί μου
καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ μ’ ἔχουν ἀγαπήσει
καὶ δὲν θ’ ἀφήνουν χῶμα πάνωθέ μου.
Σὰ μιὰ λευκὴ σχεδία ἀπὸ φῶς ποὺ αἰῶνες ταξιδεύει
σὰν ποταμός Σου ὑπάκουος ποὺ στρέφει πρὸς τὰ πίσω
θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ ποὺ μ’ ἔδεσε ἡ φωνή Σου.
Γιὰ τοῦτο Κύριε πρὶν νά ‘ρθει ἄλλη αὐγὴ
μὲ χέρι ἀμείλικτο, μὲ μίσος καὶ μ’ ὀργὴ
ἀπὸ τὴ μάστιγα τῆς μνήμης σου ἐλευθέρωσέ με…