Ο Χρυσοθήρας Ιερεμίας Όμπερον
Εἶμ’ ἕνας τόπος ποὺ ἀετὸς ποτὲ δὲν τὸν ζυγώνει
ἔγινα ἔρημη ἀκτὴ μονάχα γιὰ ναυάγια.
Ὄνειρο πιὰ δὲν ἔρχεται καὶ βράδυ ἄλλο δὲ φεύγει
κι οὔτε μὲ βάζουν τῶν πουλιῶν οἱ ὁδηγοὶ σημάδι.
Ποτάμι πιὰ δὲ θὰ σταθεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό μου
οὔτε μὲ θέλει ἄνεμος κι οὔτε βροχὴ μὲ θέλει
κοράκια εἶν’ οἱ νύχτες μου πτώματα οἱ οὐρανοί μου.
Μ’ ἂν εἶν’ ἀλήθεια πὼς πολὺ μὲ εἶχαν ἀγαπήσει
ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ βορρᾶ ὣς τὶς μεγάλες λίμνες
πὼς ἄλλοι τώρα κατοικοῦν ὅπου εἶχα κατοικήσει
πὼς ἀπομένουν πίσω μου ἔρημοι καὶ σκηνίτες
ποὺ παίρνουνε τ’ ἀχνάρια μου στὸ χιόνι ἀναζητώντας
τὴν ἴδια φλέβα ποὺ κι ἐγὼ ἀπὸ παιδὶ ζητοῦσα
λυπᾶμαι ἀκόμα πιὸ πολὺ τὴ μοίρα τὴ δική τους…