Ο Θευδάς
Πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη
Θευδᾶς… ὃς ἀνηρέθη καὶ πάντες ὅσοι
ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο
εἰς οὐδέν…
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Ε΄ 36
Ἦταν χειμώνας ὅταν ἔμαθες πὼς τὰ δέντρα στὴ χώρα σου
κάνουν μόνο γιὰ μεγάλους σταυρούς·
κι ἔφυγες στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφὰτ παράνομος
χωρὶς κανεὶς νὰ σ’ ἔχει προορίσει
παρὰ μονάχα ἡ ὀργὴ τῶν χεριῶν σου.
Καὶ τώρα ποὺ οἱ λεγεῶνες τοῦ Ἡρώδη σὲ κυκλώνουν
καὶ παντοῦ γύρω σου ἐπιμένουν
οἱ λόφοι ποὺ δὲ θέλουν νὰ παραδοθοῦν
ξέροντας πιὰ πὼς εἶσαι ἕνα μονοπάτι ποὺ τελειώνει
πασχίζεις γιὰ ἕνα θάνατο τουλάχιστον στὴ μάχη.
Καὶ μόνο τώρα ἴσως στὸ τέλος τὸ ἐννοεῖς
ποὺ σὲ κυκλώνει ὁ θάνατος
καὶ κάνει τὴν τελευταία ἔφοδο ἡ ὀργή σου
πάνω ἀπ’ τὰ πτώματα τῶν φίλων ποὺ σ’ ἀφῆσαν
πὼς κάτι λάθος ἦταν ἐξ ἀρχῆς
πὼς τόσες μάχες πήγανε χαμένες
ἀφοῦ τίποτα γιὰ τὸν λαό σου δὲν ἀλλάζει…
Κι ὅμως τώρα ποὺ παίζουν τὰ σύννεφα ψηλὰ
πάνω ἀπ’ τοῦ Ἐλωὶμ τὰ στάχυα ποὺ σ’ ἀποχαιρετοῦνε
τί θρίαμβος καὶ τί ἐλπίδα γιὰ τὸ κουρασμένο χέρι σου
ποὺ σὲ λίγο θὰ πάψει νὰ ὑπακούει
ἂν ἤξερες πὼς εἶσαι ὁ τελευταῖος πρὸ Αὐτοῦ
καὶ πὼς σὲ λίγο ὅλα θ’ ἀλλάξουν στὸ λαό σου.
Ἀλλὰ καὶ τί ἀπογοήτευση μαζὶ
τί πίκρα γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴ μοίρα σου
ἂν ἤξερες
– καὶ προπαντὸς μὲ ποιόνε τρόπο καὶ τί μέσα –
ἕνας ἀπόλεμος πὼς σοῦ ‘κλεψε τὴ νίκη…