Ο Δρόμος Προς Δαμασκόν
Θὰ φτάναμε περήφανοι κι ἐμεῖς
μὲ τ’ ἄλογά μας κάτασπρα κι ἀνέπαφα
μὲ αἰχμαλώτους καὶ σωροὺς ἀπὸ ἁλυσίδες
μὲ σάλπιγγες πρὸ τῶν πυλῶν νὰ μᾶς ὑποδεχτοῦν·
ἂν δὲν γινόταν ἔτσι πρὸς τὸ δείλι
ν’ ἀλλάξουν τὰ σημάδια κι οἱ φωνές.
Τώρα ποὺ φεύγουμε σκυφτοὶ
– μέσ’ ἀπ’ τὰ ἴδια σχήματα ποὺ πρὶν
δὲν τά ‘χαμε προσέξει –
κυνηγημένοι ἀπ’ τὶς ἀνταύγειες, τὶς φωνὲς
– μὲ κάτι ἀμφίβολο κι ἀνέκφραστο στὰ μάτια –
δὲν θὰ τὸ ἐξηγήσουμε ποτὲ τί ἔγινε
– τί νά ‘γινε ἀλήθεια ἔτσι ἀπρόσμενα
τί νά ‘γινε καὶ μείναμε ἐνεοὶ –
μπρὸς σ’ ἕνα φῶς τόσο κοινῆς καταγωγῆς
λίγο πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Δαμασκοῦ προδότες;