Οι Κάκτοι, Η Γοργώ Και Ο Ποιητής
Ἄνυδροι, καχεκτικοὶ στίχοι τοῦ Ἰουλίου
πετσόκοβαν στὰ παράλια τῆς Λακωνικῆς
τοὺς γιὰ ὥρα ἀνάγκης κάκτους τῆς ψυχῆς του,
ἀπαιτώντας ἐνσάρκωση, τίτλους καὶ ἐποικισμό.
Κι ἐνῶ μάταια ἔθυε στοὺς ἐπιχωρίους ἀνέμους,
ἐστάθμευσε πλησίον τους
λόγῳ βλάβης
ἐπὶ μηχανῆς θεὰ
κόρη καλουμένη Γοργώ, ἀνύποπτη ἀκόμα
ἀπὸ ἐνέδρες καὶ ληστεῖες τοῦ σύμπαντος
μὲ φωνή, νοῦ καὶ δάχτυλα
ἀβάπτιστα ἀκόμα ἀπὸ ποιητές,
ἀπὸ γεννησιμιοῦ της ἀεὶ ρέουσα
καὶ γεννήτρια στίχων.
Καὶ οἱ ἄνυδροι ἐπέπεσαν ἐπ’ αὐτῆς.
Καὶ οἱ κάκτοι γιάνανε. Καὶ ἀντλήσανε
τουλάχιστον γιὰ ἔτη ἑπτὰ συναπτά.
Καὶ ἔβγαλε κι αὐτὸς τὸ καλοκαίρι…