Jun 182015
Η Μεγάλη Αποδημία
Κάθε Ὀκτώβρη ἀποδημῶ ἐντός μου
καὶ παύω νά ‘μαι ὁ ἑαυτός μου·
κι ὅταν στὸ καταχείμωνο γυρίζω
ἅλμη, φιδόχορτο καὶ ρίγανη μυρίζω.
Μὰ οἱ τελῶνες ὑποψιάζονται πὼς πῆγα
πέρα ἀπὸ Θούλη κι Ἀτλαντίδα…
Κι ἐνῶ μὲ ἀνακρίνουν μὲ ὑπερήχους
καὶ πιάνουν ὅλους τοὺς λαθραίους μου στίχους
καὶ τὰ ἐντός μου ἕνα ἕνα τὰ δηλώνω
καὶ τοὺς δασμοὺς μὲ πρόστιμα πληρώνω,
στὸ τέλος τοὺς παραπλανῶ, μὲ τὴν ἀπλὴ ἀλήθεια
-κι ἔτσι πληρώνουν τῆς κακίας τους τὰ ἐπίχειρα-
ὅταν τοὺς λέω -χωρὶς ποτὲ νὰ μὲ πιστεύουν-
πὼς τὸ ταξίδι εἶναι μόνον Κύθηρα-Ἀντικύθηρα…