Η Επέτειος
Ἴσως εἶν’ ἕνας τρόπος ν’ ἀλλάξει τὴ ζωή του
στὴν ἄκρη αὐτοῦ τοῦ χρόνου ποὺ τελειώνει.
Τύπωσε τὶς προσκλήσεις. Μὲ τίτλους, μὲ ὀνόματα
μὲ ἡμερομηνίες.
Κι ἀποβραδὺς ξανακοιτάει τοὺς στίχους του
κι ἐλπίζει κι ἐμπιστεύεται σὲ πρόσωπά του φιλικὰ
ποὺ ἴσως νὰ θυμηθοῦν καὶ τὸν τιμήσουν…
Μὰ τώρα κουρασμένος στέκεται
καθὼς τῶν πρώτων ἡμερῶν ἡ ἀποκαθήλωση
πάλι ξανασταυρώνει τὴν ψυχή του.
Ἀκούει τὸ θόρυβο. Παραμερίζει τὴ βροχή.
Περνάει τὴν πόρτα. Στὴ δύσκολη στιγμὴ
ἡ λύπη του τὸν προσανατολίζει.
Ἔπειτα λέει τὶς συλλαβὲς τοῦ ὀνόματος.
Οἱ τελευταῖες ἀμυδρὰ ξαναγυρίζουν.
Ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα τὰ ὑποθέτει καὶ τ’ ἀκολουθεῖ…
Ἡ λύπη του τὸν προσανατολίζει…
Στὸ βάθος τώρα ξέρει κι ἡ αὐριανὴ γιορτὴ
ποῦ θὰ τελειώσει.
Κάτω ἀπ’ τὰ φῶτα οἱ χειραψίες καὶ τὰ χαμόγελα
καὶ πάρα πέρα κρεμασμένες ἀπ’ τὰ δέντρα
οἱ συνομιλίες τῶν ἀνθρώπων.
Ἔπειτα ἡ ἀτέλειωτη σειρὰ
ἐκείνων ποὺ θὰ τὸν ἀποχαιρετοῦν
καὶ θ’ ἀγνοοῦν τὸ λόγο τῆς γιορτῆς ἀκόμα.
Κι ἔπειτα – τὸ χειρότερο –
ὅταν στὸ τελευταῖο χτύπημα τῆς πόρτας πάψει πιὰ νὰ ἐλπίζει
κι ἡ ἄλλη πλευρὰ τοῦ φεγγαριοῦ θὰ κλείνει τὶς σχισμὲς τοῦ ὁρίζοντα
θὰ ξέρει πὼς μέσα του, σὲ κεῖνο τὸ ἄδειο σπίτι
ὅταν κλειδώσει τελευταῖος τὰ παράθυρα νὰ βγεῖ
γιὰ λίγο στὶς μεγάλες αἴθουσες τ’ ἀνέμου,
πὼς κάποιος ἔχει μείνει πίσω του
ἀπρόσκλητος νὰ τὸν ἀκολουθεῖ
νὰ κοροϊδεύει τὴ ζωή του καὶ τὰ ἔργα του…