Έξω Από Το Λαύριο
Τον Ιανουάριο Του 1989
Ελαιογραφία Και Τοπίο Λύπης
Έξω Από Το Λαύριο
Τον Ιανουάριο Του 1989
Ὅπως ἀπάτητη ἀκτὴ
ποὺ πολύπλανος λαὸς
τὴν προσπερνᾶ καὶ τὴν ἀφήνει
γιατὶ δὲν θέλουν οἱ χρησμοί,
ξένη μοῦ ἤσουν κι ἄγνωστη θὰ μείνεις.
Εὐλογημένο νά ‘ναι τ’ ὄνομά σου ποὺ δὲν ξέρω.
Καθόσουν σὰν τὸν ἥλιο στὸ πεζούλι
κι ἄκουγες τὴν ἐλιὰ ποὺ δὲν τὴν εἴχανε μαζέψει
παράπονο ἀπ’ τοῦ κόσμου τὰ μεγάλα.
Φιλύποπτα οἱ φρουρές μου σὲ κοιτοῦσαν
γιατὶ ἔπρεπε νὰ σὲ κρατήσουν μακριά μου.
Καὶ νά ‘θελα,
δὲν θ’ ἄφηναν γι’ ἀκρόαση
ἄλλη ὀμορφιὰ ἢ λύπη,
γι’ αὐτὸν τὸ μήνα οἱ στίχοι εἶχαν τελειώσει.
Κι ὅμως ἡ λύπη πέρασε ὅπως πάντα
-πάντοτε ἡ λύπη τὶς φρουρὲς ἐξευτελίζει-
λύπη γιὰ σέ, γιὰ τὴν ἐλιά, γιὰ τὸ πεζούλι,
ποὺ ἀπὸ τότε ἔχει πάει κι ἔχει καθίσει
-ἕνα ἀκόμα γλαρόνι μέσα στ’ ἄλλα-
στὸ μεσιανό μου, τὸ καλό, τὸ ἐλάτινο κατάρτι
αὐτὸ ποὺ μὲ βαραίνει καὶ ἀπὸ παιδὶ μὲ πάει.