Το Λευκό Τραγούδι
Ἂν δὲν τὰ κοίμιζε ὁ σταυρὸς τοῦ νότου
ἂν δὲν τοὺς χάριζαν τῶν οὐρανῶν τὸ φῶς
οἱ γλάροι ἂν δὲν τὰ πότιζαν στὸ κύμα
ἴσως καὶ νὰ μὴν ἤξεραν τὰ μάτια σου καὶ κεῖνα
γιατὶ μέσα στὸ φῶς τους ζοῦσα ναυαγός.
Ἔφυγες, ἦταν βράδυ, πᾶνε χρόνια
εἶν’ ἔρημα τὰ δέντρα κι ἡ σιωπή.
Σὲ γέλασαν τ’ ἀστέρια -τό ‘χω νιώσει-
κι ἕνα καράβι πού ‘χε ἀγγίξει τὶς ἀκτές…
Μὰ γὼ γι’ αὐτὸ δὲν ἄναψα πυρὲς
ἤμουν μονάχος μὲ τὰ βράδια τὰ θλιμμένα
ἤμουν ἀκόμα ναυαγὸς μὲς στὶς ἀκτές…
Εἶναι πιὰ βράδυ, πᾶνε χρόνια
ἀποκοιμήθηκε ὁ Θεὸς πάνω στὰ χιόνια
κι ὅπως ὁ πολικὸς τρέμει χλωμὸ λυχνάρι
ἴσκιοι, ἄστρα, ποταμοί, ἀκτὲς καὶ φάροι
ἕνα λευκὸ τραγούδι μοῦ χαρίζουν:
Εἶσ’ ἕνας ναυαγὸς ποὺ ὅλης τῆς γῆς τὰ κύματα σ’ ὁρίζουν…