Τα Καράβια
Μπαίνουν μὲς στὸ λιμάνι τὰ καράβια
ἀργὰ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου τὰ ὁδηγεῖ.
Ἀστέρι δὲν ἀγγίζει τὴ σιγή τους
κι εἶναι τὸ κύμα ἀθόρυβος αὐλός.
Βρέχει μὲ στάλες ποὺ κινοῦνται στὸ σκοτάδι
βρέχει μὲ μακρινὲς κι ἀπίθανες σκιές.
Μπαίνουν χωρὶς πιλότους τὰ καράβια
μὰ νιώθω μέσα μου πὼς δὲν θὰ σταματήσουν
Μούσκεψε τόσες ὧρες τὸ λιμάνι
τ’ ἄστρα τὸ χῶμα κι ἡ ψυχή μου.
Χωρὶς πιλότους σβήνουν τὰ καράβια κι εἶναι
σὰν τάφοι στὴ σειρὰ ποὺ γι’ ἄλλη γῆ κινοῦνται.
Χωρὶς πιλότους σβήνουν τὰ καράβια
μὰ δὲν τὸ θέλησα ἔτσι δειλὰ νὰ φύγω…
Ἀπόβροχο καὶ τέλειωσε ἡ γαλήνη
σὲ μακρινὲς κι ἀσάλευτες φωνές.
Εἶναι πιὰ βράδυ εἶμαι μόνος
κι ἔχει γεμίσει μετανάστες τὸ λιμάνι…