Σαντίκα
Ἀμίλητο πικρὸ νερὸ ποὺ δὲν θὰ βρεῖς τὸ δείλι
ποὺ δὲν θὰ δεῖς τὸν ἄνεμο καμιὰν αὐγὴ νὰ λέει
πόσες πηγὲς ἔχει τὸ φῶς καὶ πόσα δάση ὁ κόσμος
λίγο πιὸ πρὶν ἀπ’ τὴ χαρὰ λίγο μετὰ τὴ λύπη
μικρὴ μικρὴ γεννήθηκες Σαντίκα…
Στὸν ἥλιο τοῦ καλοκαιριοῦ ἥσυχα κλαίει ἡ ψυχή σου
γιατ’ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς πικρότερο τὸ φῶς·
κι ὅπως σοῦ γνέφουν τὰ πουλιὰ ἐπίμονα νὰ φύγεις
πρέπει πρὶν πάρουν οἱ σκιὲς νὰ τά ‘χεις ξεγελάσει
γιὰ νὰ μὴ μάθουν πὼς ἐσὺ τοῦ κόσμου εἶσαι τὸ μνῆμα.
Πόσα ταξίδια τέλειωσαν καὶ πόσα δὲ θ’ ἀρχίσουν·
κι ἐσὺ ἕνας ἴσκιος ποὺ ἡ βροχὴ τὸν ἔχει πιὰ ποτίσει
ποιὸς ξέρει ἂν δὲν ταξίδεψες πιὸ πέρα ἀπ’ τὰ ὄνειρά σου…
Μὰ εἶναι βαθὺς ὁ ἀντίλαλος ποὺ ξύπνησες ἐντός μου·
κι ἂν ἄλλοι κόσμοι θὰ φανοῦν, ἄλλα φεγγάρια φτάσουν
μὴν κλαῖς στὸν ὄρθρο τῶν ὡρῶν, μὴν φεύγεις λυπημένη:
οἱ στίχοι μου – καὶ χωρὶς φῶς – θὰ μένουν ζωγραφιά σου…