Jun 182015
 

 Προσωπογραφία Κοπέλας<br /> Των Βριλησσίων<br /> Τον Οκτώβριο Του 1988<br /> ἢ<br /> Του Παρμενίδη Το “Εξαίφνης”<br />

Προσωπογραφία Κοπέλας
Των Βριλησσίων
Τον Οκτώβριο Του 1988

Του Παρμενίδη Το “Εξαίφνης”

Στοὺς δασκάλους μου στὴν Ἰωνίδειο
Παναγιώτη Κατσίρη καὶ Ἀλέξανδρο Καρανικόλα

Θὰ μετοικήσουν ἀπόψε τὰ ψαρόνια ἀπ’ τὰ Βριλήσσια.
Ἔπεσε ἡ τελευταία ἀρχαία συστάδα τῶν πεύκων στὸ δρόμο πρὸς τὸ Λύκειο
ἀπὸ περιοδεύοντα οἰκοδόμων ἀποσπάσματα.

Βέβαια, αὐτὸς
στὸ τέλος βρίσκεται τῆς προσωπογραφίας.
Ἀλλὰ ὅταν ἡ ἐντολὴ εἶναι
μὲ κίνηση κίνηση ν’ ἀκινητοποιήσεις,
ὁ περιβάλλων χῶρος
εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὸ προέχον.
Γιατὶ ἀκόμα κι ὅταν τὸ ἄδηλο
δῆλα παραγγέλλει,
ὡς πρὸς αὐτὸν ἀφήνει ἐλευθερία.

Ὡς πρὸς τὰ ἄλλα, δεσμευτικὲς ὑπῆρξαν οἱ ὁδηγίες.
Δουλειά του,
τοῦ Παρμενίδη νὰ παραμονέψει τὸ “ἐξαίφνης”.
Μὲ στίχους νὰ παγιδέψει τὴ στιγμὴ
ποὺ κίνηση, σὲ κίνηση ἄλλη μεταπίπτει.
Πράγμα διόλου εὔκολο.

Γιατὶ σὲ δευτερόλεπτα,
σχεδὸν ἐξαίφνης,
χάνει τὰ χρώματά του τὸ σκαθάρι τοῦ Λακωνικοῦ
ὅταν ἀπὸ τὶς τριάντα ὀργιὲς τὸ ξενερίζεις.
Καὶ ἐξαίφνης
ἔχανε τὴ δόξα του ὁ μελισσουργὸς τῆς Σαλαμίνας
ὅταν σύννεφο ἔκοβε τὸν ἥλιο ἀπ’ τὰ φτερά του.
Καὶ ἀπὸ διάσπαρτη σὲ σταροχώραφο ἀγέλη,
ἐξαίφνης,
στὸν ἀέρα κοπαδιάζουν τὰ ψαρόνια τοῦ Κιλκὶς
καὶ σὲ κύκλο κατατείνουν.

Μὲ ἄλλα λόγια, καὶ αὐτὸ τὸ “ἐξαίφνης”
ἔχει ἄκρα χρόνου. Ἐκτείνεται.
Εἶναι ὂν καὶ κίνηση
ποὺ σὲ ἄλλη κίνηση ἐπιβαίνει.
Μάταια ὁ νοῦς, δι’ αὐτοῦ,
ἀρχὴ καὶ πέρας, σ’ ἕνα πάει νὰ ἐνώσει.
Ὁ Παρμενίδης δὲν ἔλυσε τὸ ζήτημα…

*

Ὡστόσο αὐτὸς τὶς ὁδηγίες εἶχε ἀκολουθήσει,
ἔστω κι ἂν ἄλλης ἤτανε Σχολῆς,
ἄλλου Δασκάλου.

Μὲ προσοχὴ ἔκανε τὴν ἐπιλογὴ
ὅπως ἁρμόζει
σὲ δόκανα καὶ κυνηγοὺς τοῦ ἀδήλου.

Περίοικοι δέντρων ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν οἱ δικοί της
μὲ μακροχρόνιες διαμονὲς σὲ ἰσόγεια
ποὺ πάντα εἴχανε σὲ χωματόδρομους προσβάσεις.
Φαινόταν ἡ προσήλωσή της στὸ μαῦρο ἢ τὸ λευκὸ
κι ἡ ἀποστροφὴ στὰ ἐνδιάμεσα,
δεῖγμα ἀσφαλὲς ἐνδόξων περιόδων στερήσεως.
Σὲ εἰλωτεία κινήσεων βαναύσων
δὲν εἶχε ἀκόμα περιέλθει.
Τὴν προσωπογραφοῦσε ἐρήμην της
σὲ ὧρες πρωινές,
ὅταν βρισκόταν σὲ Ἐπιχάρμιο κίνηση
στὸ δρόμο πρὸς τὸ Λύκειο.
Καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς ὧρες τῶν Σαββάτων.
Πού, ἐξ ἀρχῆς, χάριν τῆς δεσποτείας Κυρίου,
ἐκτὸς τῆς προστύχου ἐναριθμήσεως
τῶν ἄλλων ἡμερῶν,
ἀδέσποτα ἤδη καὶ ἄπιστα, ἀναρχοῦνται.

Ἔτσι, τὶς ὁδηγίες ἀκολουθώντας,
ἱκανοποιητικὰ εἶχε προχωρήσει,
μὲ τέτοιο δόκανο τὸ “ἐξαίφνης”
παγιδεύοντας.

*

Ὅπως ὅταν,
κάθε φορὰ ποὺ τὴν προσβάλλει πλάγιος ἄνεμος
καὶ ἐξαίφνης γέρνει. Ὅταν σὲ ὁλονυχτίες βροχῆς,
λασπώνει ὁ δρόμος πρὸς τὸ Λύκειο,
κι ἐξαίφνης
κυματισμὸς στὰ γόνατά της ἀναφαίνεται
καὶ ἡ ἀρχαία βασιλεία τοῦ κύκλου.
Ἀναβιώνει δηλαδὴ ἡ ἀκανόνιστη
τῆς διελεύσεως ἀρχαίων χειμάρρων,
ἐξαίφνης παύει ἡ κυριαρχία τῆς εὐθείας ἀσφάλτου
καὶ φαίνεται ἡ δουλειὰ τοῦ χωματόδρομου.
Ὅπως ὅταν τὸ γαλάζιο στὰ μάτια της ἐντείνεται
καὶ ἐξαίφνης μεσίστια ἵσταται
πρὸ ἀδεσπότων σκύλων. Κι οἱ σκύλοι ἐξαίφνης
ὀπισθοδρομοῦν. Ὅπως ὅταν σὲ φράχτες προσεγγίζει,
ἢ βρίσκεται στὸ Λύκειο πρὸ παραγγελμάτων,
κι ἐξαίφνης ὀργίζονται τὰ δάχτυλά της
καὶ ἐρήμην της τείνουν νὰ ἀποσπασθοῦν
καὶ νὰ πετάξουν. Ὅπως ὅταν, ἐν μέσῳ μουσικῆς,
ἀπὸ ἀνεντόπιστο πολύβουο φθόνο
ἐξαίφνης βάλλεται.
Ἔτσι, μὲ τέτοια ἐπιλογή, μὲ τέτοιο δόκανο,
ἱκανοποιητικὰ εἶχε προχωρήσει.

*

Ἀλλὰ ἀπόψε,
αὐτὸ ποὺ τὸν λυπεῖ πολύ, Ἰουλία,
εἶναι αὐτὴ ἡ ἀμέλειά του, ἡ καθυστέρησή του
ὡς πρὸς τὸν περιβάλλοντα χῶρο.
Τῶν οἰκοδόμων τὰ περιοδεύοντα ἀποσπάσματα.
Αὐτὰ τὰ κόκαλα τῶν πεύκων
ποὺ οἱ ρίζες τους εἶχαν ἀντισταθεῖ
ἀκόμα καὶ στοὺς δεντροτόμους τοῦ Ἀρχίδαμου.
Αὐτὴ ἡ μὴ ἀναμενόμενη
ἀνέκκλητη μετοικεσία τῶν πουλιῶν.

Δὲν γίνεται, Ἰουλία, δουλειὰ χωρὶς αὐτά.

Τὴν πέρα ἀπ’ τὴν κοπέλα κίνηση,
τώρα μὲ τί νὰ παγιδέψει;
Μὲ τὰ συνήθη σύννεφα,
μὲ ἐκβλαστήματα θερμοκηπίων τῆς Ἀττικῆς
μὲ τῆς Ἀκαδημίας περιστέρια
καὶ τοῦ Σχιστοῦ ἐξωμότες γλάρους;

Κι εἶχε, ἐξ ἀρχῆς, σκοπὸ
ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ τὸ ἄδηλο ἀφήνει ἐλευθερία,
στὸν περιβάλλοντα τὸν χῶρο
ἐκεῖ ποὺ μόνον ὑποψίες ὑπάρχουν
πὼς ποῦ καὶ ποῦ στεγάζεται τὸ ἀστέγαστο,
μὲ δόκανα ἄλλα, πιὸ ταχύνοα,
νὰ τιμήσει καὶ τὸν δικό του Δάσκαλο.
Ποὺ πέρα ἀπὸ τὸν Παρμενίδη πῆγε,
δείχνοντας πὼς ἡ κίνηση εἶναι ὄν.
Καὶ πὼς ὄχι μόνο τὸ ὄν, ἀλλὰ καὶ τὸ μὴ ὄν,
τὴν ἴδια στιγμὴ μέσα στὸ ὄν, κάπως ὑπάρχει.
Κι ἔτσι τοῦ “ἐξαίφνης” τὰ ἄκρα
καὶ τὴν ἀνάγκη ἐξαφάνισε.
Παρατηρώντας πλανῆτες καὶ ἀπλανεῖς,
τοῦ ἐκτὸς καὶ ἐντὸς τοῦ σύμπαντος,
ἀλλὰ καὶ τὰ περὶ τὸ Λύκειο:
καὶ τὴν ἀρχαία Ἀκαδημία ψαρόνια.

Γι’ αὐτὸ τὸ πῆρε ἀπόφαση. Στὸν πίνακα αὐτόν,
οὔτε θὰ βάλει ὑπογραφὴ
οὔτε θὰ ὑπάρξει περιβάλλων χῶρος.

Γιὰ νὰ τιμήσει μόνον τὴν κοπέλα,
ποὺ ἐρήμην της ἐσύλησε,
στὸ πιὸ κοινὸ στὸ τρέχον φῶς περίγραμμά της,
αὐστηρὰ θὰ προσαρμόσει τὴν κορνίζα.
Ποὺ θά ‘ναι, ὄχι βέβαια,
ἀπ’ τοῦ Δασκάλου τοῦ δικοῦ του,
ἀλλὰ ἀπὸ βαριά, ἀτόφια
θεωρία τοῦ Ἐλεάτη Ζήνωνα,
ποὺ εἶπε πὼς ἵσταται τὸ πᾶν,
πὼς τίποτα στὸν κόσμο δὲν κινεῖται.

Τάσος Ζερβός – ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ Ή ΤΟ ΜΕΣΙΑΝΟ ΚΑΤΑΡΤΙ (1988-1995)