Ο Μικρός Ιωακείμ
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – θυμᾶμαι ἀκόμα –
ἀπ’ τὴν ἄνοιξη τὸ χιόνι καρτεροῦσε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἂν θὰ φύγει γι’ ἄλλο χῶμα
τὸ θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε.
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ πέρ’ ἀπ’ τὰ χιόνια
ποὺ γεμίζανε τὸ σπίτι καὶ τὰ δάση
κάτι ἔβλεπε ποὺ τό ‘κρυβαν τὰ χρόνια
κι ἡ δική μου ἡ ματιὰ πιὰ τό ‘χε χάσει.
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ – τρελὸ καμάρι –
τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν πουλιῶν ποὺ τὸν γνωρίζαν
μέρα νύχτα μᾶς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι
καὶ μιὰ θάλασσα ποὺ φάροι δὲν ὁρίζαν.
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤξερε τότε
ποῦ τελειώνουν τὰ ταξίδια τὰ μεγάλα
εἶχε δεῖ σημάδια καὶ σημάδια
στῶν πουλιῶν τοῦ κάμπου τὴ φευγάλα.
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ ἤθελε ἀκόμα
ἕναν ἥλιο ποὺ ποτέ του νὰ μὴ δύσει
μὰ δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ τοῦ μιλήσει
πὼς δὲν φέγγουν τ’ ἄστρα γιὰ τὸ χῶμα…
Ὁ μικρὸς Ἰωακεὶμ σὰν μεγαλώσει
δὲν θὰ ξέρει τὰ ταξίδια ὅτι ἀγαποῦσε
κι οὔτε τί, ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὣς νὰ νυχτώσει
τὸ Θεὸ στὸ μέγα κάμπο ὅλο ρωτοῦσε…