Ο Θάνατος Του Γέρο-Ιωσήφ Κόρεϋ
Ὅταν φύγεις νὰ κλείσεις τὴν πόρτα. Τοῦ εἶπαν.
Ἔκφραση συνηθισμένη γιὰ δείλι κυριακάτικο
ἀπ’ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν φύγει γιὰ πάντα…
Κι ὅμως αὐτὸς ὁ γέρο-Ἰωσὴφ Κόρεϋ
ἦταν βέβαιο πὼς ἀπὸ χρόνια δὲν εἶχε πάει πουθενὰ
μέσα στὰ μεγάλα δωμάτια τριγυρνοῦσε
σὰν ἕνας σκύλος ἑτοιμοθάνατος χωρὶς ἁλυσίδες…
Ὡστόσο κάποτε ἦταν κι αὐτὸς μιὰ ἐποχὴ
μὲ ἀποστάσεις, μὲ γέφυρες, μὲ κινήσεις…
Ἡ ψυχή του: τρία πετράδια ἀπ’ τὴ θάλασσα τοῦ Κόχεν
ἕνα σκυλὶ σέτερ καὶ ἡ Μαρία.
Γιὰ τοῦτο κι ἀπόψε τὸ σπίτι ἔμεινε ξεκλείδωτο
κι ἔτσι καθόλου δὲν δυσκολεύτηκε ὁ κλέφτης
νὰ περάσει τὴν πόρτα πατώντας τὸν λίγο ἥλιο
καὶ νὰ φύγει ἀπ’ τὶς μαρμάρινες σκάλες
κουβαλώντας μαζί του: τρία πετράδια ἀπ’ τὴ θάλασσα τοῦ Κόχεν
ἕνα σκυλὶ σέτερ ποὺ γρύλιζε περίεργα καὶ τὴ Μαρία…