Jun 182015
 

 Ο Αγκαστύα<br />

Ο Αγκαστύα

Ἦταν νὰ φύγει νὰ γενεῖ ἤρεμος σὰν λωτός·
κι ἀφήνοντας τὸ γέλιο του, τὸ φῶς καὶ τοὺς ἀνθρώπους
τὶς πόλεις καὶ τὸ θάνατο στῆς Οὐρβασὶλ τὰ μάτια
ὁ Ἀγκαστύα ξάστερος σὰν οὐρανός, σὰν ἥλιος
ἔδωσε μπρὸς στὸν ἄνεμο τὸν ὅρκο τῆς σιωπῆς
στὸν Ἴνδρα, τὸ Σιβὰ καὶ τὸ Βισνού.

Φέγγουν οἱ ἴσκιοι σιωπηλοὶ στὰ ἱερὰ βουνὰ
κι εἶναι ἀπ’ τὸ χιόνι πιὸ λευκὸς τοῦ νοῦ του ὁ λογισμός.

Βράδυ δὲν θὰ ξαναγενεῖ μὲς στὰ γαλάζια τ’ ἄστρα
κι ἀπ’ τὰ βαθιὰ τὰ μάτια του παράξενα κι ἀργὰ
φεύγουν οἱ νύχτες πρὸς τὸ φῶς, τὸ φῶς πρὸς τὸ σκοτάδι.

Τώρα δὲ θέλει τὴ βροχὴ ποὺ ἄλλοτε καρτεροῦσε
νὰ ξεδιψάσουν οἱ σκιές.
Μέσ’ ἀπ’ τὴν πέτρινη μορφὴ ποὺ πιὰ δὲν θὰ μιλοῦσε
ἀσάλευτος σὰν τὸ νερὸ ποὺ ἔχασε τὴν πηγὴ
νὰ φύγει, μὲς στὸ πνεῦμα νὰ σβηστεῖ.

Ὁ Ἀγκαστύα ἀσκητὴς μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
πιὸ γέρος κι ἀπ’ τοὺς ποταμοὺς ποὺ τρέφονται μὲ λύπη
σὰν ἔνιωσε τὶς ἱερὲς πυρὲς ἀχνὰ νὰ τὸν καλοῦνε
κι οἱ πολιτεῖες μακρινὲς πίσω του νὰ χλωμαίνουν
σηκώθηκε καὶ φάνηκε νὰ σκέφτηκε καθὼς
στερνὴ φορὰ ἡ θύμηση τὴ γῆ ἀποχαιρετοῦσε·
ἂν ἔμενε μὲ τοὺς φτωχοὺς μόνος του καὶ φτωχὸς
μὲ τοὺς παρίες, τὸ θάνατο, τὶς πόρνες τοῦ Νεπὰλ
πόσο ἀσκητὴς θὰ ζοῦσε…

Τάσος Ζερβός – ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ (1957)