Μανιάτικος Καημός
Τὴν κούνια σου ἔκανα ἀπὸ ἰτιὰ
νὰ μὴ σὲ πιάνει κακὴ ματιά,
κι ἀπὸ τὴν Ἀρμενόπετρα βαθιὰ θὰ φέρω κύμα
γιὰ νὰ σοῦ μάθει τὸ πρῶτο βῆμα
κόρη, κορούλα μου, ράχη ραχούλα μου…
Θὰ φέρω ἀθάνατους καὶ κυπαρίσσια
γιὰ νὰ σοῦ μάθουν πῶς εἶν’ τὰ ἴσια
κι ἀπὸ τὶς Κροκεὲς ἴσκιο θὰ φέρω νὰ φυτέψω
τὰ καλοκαίρια νὰ σὲ κοιμίζω μόνο ἔξω
κόρη κορούλα μου, βρύση βρυσούλα μου…
Μὲ τοὺς κορυδαλλοὺς βάρδιες κάνω κοντά σου
γιὰ νὰ μὴ χάσω πρωτομιλιά σου,
κι ἀποβραδὺς τὶς νύχτες τοῦ Σαγκιᾶ ξαμώνω
γιὰ νὰ σοῦ φέρνουν ὕπνο μόνο
κόρη κορούλα μου, ψίχα ψυχούλα μου…
Θὰ βρῶ ἕνα δάσος νὰ σὲ βαφτίσει
ὄνομα θὰ σοῦ φέρω ἀπὸ τὴ Δύση
καὶ τ’ ἅρματα θὰ σοῦ χαρίσω τοῦ παπποῦ σου
γιὰ νὰ κρατᾶν ἐλεύθερο τὸ νοῦ σου
κόρη μου κόρη μου, νά ‘σουν ἀγόρι μου…