Ιδού Ίππος Χλωρός
…ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ
Πάτμῳ…
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ἰδοὺ ἔρχομαι μετὰ τῶν νεφελῶν καὶ ἡ λύπη σου
εὐαγγελίζεται. Φανερώνεται ἡ καταγωγὴ τοῦ χρόνου
στὶς τρύπες τῶν βράχων καὶ τοῦ ἀνέμου ἡ ρίζα
στὶς πέτρες. Ἀποκαλύπτεται ὁ προσανατολισμὸς τῆς χλόης
καὶ ἡ πρώτη κατεύθυνση τῶν ἀδελφῶν σου
στὸ χῶμα. Ἰδοὺ ἔρχομαι καταλύτης τῶν ἐποχῶν
καὶ τὴν γῆ μου ποὺ ὑπέμεινε στὸν αἰώνα
θὰ κάμω κῆπο φθινοπώρου. Ἰδοὺ ἔρχομαι
καὶ σοῦ ἐπιστρέφω τὰ χέρια μου
γιὰ νὰ πάψεις νὰ μὲ κρίνεις
μόνο μὲ ὅσα ἔβλεπες νὰ περνοῦν πρὸς ἀνατολάς.
Ὅποιος ἔχει ρίζα σὲ κορυφὴ λόφου ἢ σὲ κοχύλι πελάγους
ἂς ἀκούσει.
Ὁμιλῶ γιὰ τοὺς ἀνέμους ποὺ δὲν δέχτηκαν προσανατολισμό.
Ὁμιλῶ γιὰ τὰ πρὶν ἀπ’ τὴ φωνή μου
καὶ τὰ πρὶν ἀπ’ τὴ φωνὴ τῆς φωνῆς μου
Στὴν πρωτότοκη πέτρα πρὶν χάσει τὰ φτερά της.
Ἰδοὺ ἔρχομαι ἐν νεφέλῃ ἡ πρώτη σου ὁμιλία
περιβαλλόμενος ἀπὸ στέφανον βροχῆς·
καίονται τὰ ὑψηλὰ κλαδιὰ ἀπ’ τὴν προϊστορία
τοῦ ἥλιου καὶ τὸ κυπαρίσσι ὑποκλίνεται πρὸ τῆς χλόης·
οἱ σκηνές σου ἕρπουν στὴ γραμμὴ τῆς μυρμηγκοφωλιᾶς
καὶ δεξαμενὲς ὑδάτων ἀνακαλύπτεις στὰ φύλλα
τῶν κέδρων μου. Ἰδοὺ ἔρχομαι μὲ τοπία ποὺ ἐλησμόνησες.
Ὅταν ὁ τρωγλοδύτης λόγος σου ἀναρριχᾶται ἀπὸ φύλλο σὲ φύλλο
ἀπὸ δάχτυλο σὲ δάχτυλο· ἀπὸ χέρι σὲ χέρι· ἀπὸ τρεχούμενο νερὸ
σὲ νερὸ ἕλους· ἀπὸ ξύλο ξερὸ σὲ ξύλο χλωρό· ὅταν
ὁ τρωγλοδύτης λόγος σου βηματίζει.
Ἀλλὰ μὴ στέργεις γιὰ τὸν ἐρχομό μου
γιατὶ ἔρχομαι ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς θλίψεως
τῆς μεγάλης
καὶ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι ἡ ἀλαζονεία σου
ἐγκατέλειψε τὴ σκηνή μου. Ὅτι τὴν ἕβδομη μέρα
στὴ λάσπη μὲ παραφύλαξες.
Ἰδοὺ ἔρχομαι ἐν ρομφαίᾳ
καὶ δὲν θὰ ὑπάρξει γιὰ σὲ ὁρίζοντας
οὔτε ἥλιος πρωινὸς οὔτε ξύπνημα. Γιατὶ εἶδα
τὰ ἔργα σου, τὸν κόπο σου καὶ τὴν ὑπομονή σου·
σκουλήκια οἱ λέξεις σου κατατρώγουν τὴ σκέψη σου
ἀχρεῖοι οἱ λογισμοί σου σὲ συμπόσια ἀχρείων.
Ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι γράφεις ὅσα εἶδες
γιὰ νὰ κρύβεις ὅσα ὑπάρχουν
καὶ ἐξαλείφεις τὰ ἴχνη μου
προφητεύοντας ὅσα μέλλουν νὰ γίνουν.
Ἐλησμόνησες ὅτι εἶσαι ἀράχνη ἐπὶ ἱστοῦ ἀνέμου
ὅτι μονάζεις ἐπὶ τῆς πέτρας μου· ὅτι ἕλκεις
ἀπ’ τὴν καταγωγὴ τοῦ σκορπιοῦ. Καὶ στοχάζεσαι
γιὰ τὸν ὁρίζοντα μὲ τὸ ἔνα σημεῖο καὶ παραπλανᾶς
τὴ ζωή σου μὲ θροΐσματα ἀστερισμῶν
ἐνῶ ἀγνοεῖς τὶς παρυφὲς τοῦ ἀνέμου μου.
Ἀλλὰ σὲ ἀγαπῶ καὶ θὰ σοῦ στείλω
τὸν υἱό μου τὸν ἀγαπητὸ τὸν ἄνεμο
ποὺ σὲ ἀνήλια νησιὰ ἡσυχάζει
καὶ τὸν ξελάζει πίσω του ἄγνωστη φωνὴ
μεγάλη ὡς σάλπιγγα.
Καὶ θὰ δεῖς νὰ σοῦ γράφει στὰ φύλλα τῶν δέντρων
καὶ στῶν κυμάτων τὴν ἐπιφάνεια
καὶ θὰ μάθεις ὅτι εἶναι δική μου καταδική μου
ἡ πλημμύρα ποὺ θὰ σβήσει τὴν ἔρημό σου.
Ἀλλὰ δὲν θ’ ἀφήσει καταρράχτη νὰ προδῴσει
τὴν ὕπαρξή της οὔτε πουλὶ νὰ ξεδιψάσει
πρὶν κοινωνήσεις τοῦ αἵματός του…
Γιατὶ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι νύχτες μου ἐπέρασαν
καὶ ἐπορνεύθης μαζί τους
καὶ καταισχυμένες μοῦ τὶς ἀπέστειλες.
Ὅτι περιφρόνησες τὴ σιωπή μου σὲ ἔρημα μονοπάτια
ταχύνοντας τὸ βῆμα σου.
Καὶ περιέβαλες τοὺς ἱστοὺς τοῦ σώματός σου
μὲ θάμνους περιττοὺς
ἐνῶ γνώριζες νήπιος τὴν καταγωγή μου
καὶ σὰν ἐλάφι μὲ κυνήγησες
ὣς τὰ σύνορα τῶν ποταμῶν μου.
Ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι προσεκολλήθης στὴν πρώτη σου ἀγάπη
καὶ πίστεψες ὅτι αἰχμαλώτισες τὴ φωνή μου
καὶ ἐδέχθης νὰ σὲ ὀνοματίσουν
μὲ ὄνομα ἐκ τοῦ ὀνόματός της·
ὅτι ἔβαλες ἀρχὴ στὴν καταγωγή σου
καὶ ἐπενόησες μύθους
καὶ ἀφέθηκες μουσικὴ νὰ σ’ ὁδηγήσει.
Ὅτι πλησίασες τὴ σκηνή μου
μὲ στολὴ κυνηγοῦ
καὶ δὲν ἀπέρριψες τὰ ὅπλα σου
ὅτι ἀγνόησες τὰ ἄνυδρα τοπία μου
στὶς κορυφὲς τῶν ἑσπερινῶν.
Ἐλησμόνησες ὅτι κατοικεῖς ἐπὶ νήσου.
Καὶ ἀποπλάνησες τ’ ἀγριοπερίστερα τῶν βράχων μου
μὲ ἀποστάσεις θανάτου.
Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις ὅτι καὶ σὺ μισεῖς
τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν ἐπὶ τῆς ἀσφάλτου
τὸν ἕρποντα ὄχλο τῶν ἰδεῶν
καὶ τὰ περιττώματα τῶν ὡρῶν τους.
Γιατὶ ἀνῆλθες ἐπὶ κορυφῆς ὥρας
καὶ εἶδες τὴ συντομία τοῦ δρόμου σου.
Γιὰ τοῦτο θὰ σοῦ δίνω φωνὴ κάθε ἕβδομο χρόνο
σὲ ὥρα μὴ ἀναμενόμενη
καὶ θὰ σοῦ χαρίσω νερὸ ἐκ τοῦ ὕδατός μου
ὅταν ἔλθει ἡ πολιορκία τοῦ ἥλιου.
Ἀλλ’ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι ἄφησες τὴν Ἰεζάβελ
νὰ προφητέψει διὰ τοῦ στόματός σου.
Γιὰ τοῦτο θὰ τὴν σκεπάσω μὲ χλόη πρασίνη
νὰ γίνει κατοικία ὄφεων
μὲ θημωνιὲς θὰ περιβάλω τὴ φωνή της
νὰ γίνει πληγὴ καλοκαιριοῦ.
Θὰ συντρίψω τοὺς λογισμούς σου
ποὺ γεννήθηκαν ἀπ’ τοὺς λογισμούς της
καὶ θ’ ἀφήσω τὸν λόγο σου ἄτεκνο
μὲ δυσκολία νὰ κερδίζει τὶς λέξεις του.
Θ’ ἀριθμήσω ἀπὸ δέντρο ξερὸ σὲ δέντρο χλωρὸ
καὶ θ’ ἀγνοεῖς τὴν ἀρίθμηση.
Θὰ σοῦ δώσω τὸν τόπο ποὺ σοῦ ἀνήκει
τόσον πλησίον σου
ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχει μονοπάτι νὰ φτάσεις.
Καὶ θὰ εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ τὴν λησμονήσεις
ὅταν στὸ πέρασμά μου
θ’ ἀπομακρύνονται οἱ ὁρίζοντες…
Εἶδά σου τὰ ἔργα, τὴν θλῖψιν
καὶ τὴν πτωχείαν
ἀλλὰ καὶ τὰ ὕπουλα κέρδη σου
μέσα ἀπ’ τ’ ἀπορρίμματα τῶν πολλῶν·
Εἶδα τὴν ἀδικία ποὺ σὲ περιβάλλει
ἀλλὰ καὶ τὸν θρίαμβο τῶν χεριῶν σου
καὶ τῶν ὡρῶν σου τὴν ἀφθονία.
Γιὰ τοῦτο θὰ σὲ σταυρώσω σὲ ξύλο χλωρὸ
νὰ ὑποφέρεις ὣς τὴ ρίζα.
Θὰ σοῦ στείλω καὶ δεύτερο θάνατο καὶ τρίτο
καὶ χαρὰ συνεχὴ δέκα ἡμερῶν
καὶ ὕπνο ἀδιατάρακτο
νὰ σαπίσουν οἱ σάρκες σου.
Γιατὶ εἶδα τὸν τόπο ποὺ κατοικεῖς
καὶ ὅτι ἐπαίρεσαι
γιὰ τὴν μηδαμινότητα τῶν θλίψεών σου…
Ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι εἶδες τὰ πουλιά μου νὰ περνοῦν
καὶ δὲν ἄφησες κραυγὴ προσανατολισμοῦ.
Εἶδες τὰ ἴχνη μου στὸ χῶμα
καὶ τὰ ἐκάλυψες μὲ ἄσφαλτο.
Εἶδες τ’ ἀποτυπώματά μου στὸ νερὸ
καὶ ὁδήγησες κοπάδια ἀλόγων.
Εἶδες τὰ ἴχνη μου στὶς παλάμες σου
καὶ ἐξόρισες τὰ χέρια σου σὲ γῆ ἀνοήτων.
Ἀλλ’ ἰδοὺ ἔρχομαι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα
ἀπὸ χιλιάδες μικρὲς κορφὲς θὰ ξεπροβάλω.
Καὶ δὲν θά ‘χεις χέρια γιὰ ν’ ἀνοίξεις δρόμο
στὸν ἄνεμο ποὺ θὰ μὲ περιβάλλει
οὔτε λόγια νὰ συγκρατήσεις τοὺς ἱστοὺς τοῦ σώματός σου
ποὺ θὰ ἔρχονται πρός με.
Ἀλλὰ θὰ σοῦ δώσω νέο σῶμα νὰ τὸ ὀνοματίσεις
καὶ θὰ σοῦ δείξω τὴν πολιτεία μου ὡραία
ὡς ἦχο σάλπιγγος
θὰ σὲ κάνω νὰ μιλήσεις μὲ λέξεις ποὺ περιφρόνησες
θὰ σὲ ὁδηγήσω σὲ πηγὲς λάσπης.
Γιὰ νὰ δοκιμάσεις τὰ ἔργα τῶν χεριῶν σου
γιὰ νὰ δεῖς τὴν λύπη τῶν ἔργων μου
καὶ τὴν ματαιότητα τῆς ἀνταμοιβῆς μου.
Ἀλλὰ γιατὶ πολὺ σὲ ἀγαπῶ
θὰ σοῦ ἀφήσω τὸ παλιὸ ἔνδυμά σου
καὶ τὴν τέχνη σου νὰ σκηνώνεις κάτω ἀπὸ λέξεις
γιὰ ν’ ἀκοῦς τὸν ἀρχαῖο ψίθυρο
ποὺ στὸν αἰώνα ἀναγγέλλει τὸν ἐρχομό μου.
Γίνου ὁδηγὸς πουλιῶν νὰ μάθεις τὸν ἄνεμο
ταπεινὸς μέχρι χλόης νὰ νικήσεις τὸ χῶμα σου.
Ἀλλὰ στὰ ὅρια τῶν ὡρῶν μου μὴν περπατήσεις ἐπὶ πολὺ
γιατὶ συρίγγιο ἡ ἀλήθεια θὰ καταφάει τὶς σάρκες σου.
Ἀντίδωρο ἀπ’ ἐμοῦ ἔλαβες
ἀλλὰ μὴ μοῦ ζητήσεις τὸ σχῆμα τοῦ ἄρτου.
Θὰ σοῦ δώσω ὅμως ὧρες ἀπ’ τὴν συναγωγὴ τῶν ὡρῶν μου
γιὰ νὰ ἐννοήσεις τὸ λόγο τῆς ὑπομονῆς μου.
Καὶ θὰ συλλάβεις τὸ νόημά του σὲ ὥρα πρωινὴ
ὅταν οἱ ἀπέραντες πεδιάδες μου θὰ μὲ ἀναζητοῦν
ἔντρομες στὸ πλησίασμά σου
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον κανεὶς
νὰ σοῦ δώσει τὸ στέφανο τῆς νίκης σου.
Ἀλλὰ πάλιν ἔχεις ὧρες καλὲς ποὺ θὰ ἀγρυπνήσουν γιὰ σένα·
ὅταν ἀνύποπτος πότισες τὸ πρῶτο πουλί μου
σὲ ὥρα ἐρήμου
ὅταν σὲ πέτρες τῆς οἰκοδομῆς μου
αἱμάτωνες τὰ χέρια σου ἀγνοώντας τὸ οἰκοδόμημα
ὅταν ἀνύποπτος μὲ ὀνομάτισες
καὶ ἀνύποπτος μὲ ὑποψιάστηκες.
Γιὰ τοῦτο σοῦ δίνω ἐξουσία καὶ πύλη ἀνοιχτὴ
ποὺ ὅταν περνᾶς ἀπ’ αὐτὴν θὰ μὲ βρίσκεις
κι ὅταν τὴν κλείνεις πίσω σου θὰ μπορεῖς
νὰ μὲ λησμονήσεις.
Γιατὶ πολὺ ἁμάρτησα
ἀγαπώντας τὴν περιπλάνησή σου ἐκτὸς τῆς σκηνῆς μου·
Γιατὶ πολὺ ἐφθόνησα
τὴ ρίζα τῆς ἀνυπακοῆς σου.
Ἰδοὺ ἵππος λευκὸς παρέρχεται ὁ δρόμος σου.
Ἰδοὺ ἵππος πυρὸς δὲν ὑπάρχει κρύπτη
σὲ πληγὴ ἡφαιστείου.
Ἰδοὺ ἵππος μέλας δὲν ὑπάρχει
σύννεφο νὰ σὲ κρύψω.
Ἰδοὺ ἵππος χλωρὸς δὲν ὑπάρχει
χλόη ν’ ἀναπαυτεῖς.
Ὡς σάκκος τρίχινος ὁ ἥλιος
ὡς ἀετὸς θὰ ἐπιπέσῃ ἐπὶ τῆς γῆς σου·
καὶ οὐδεὶς θὰ διαφύγῃ τὸ ράμφος του.
Ἀλλ’ ἰδοὺ ὁ θρόνος μου σὲ πέτρα ἐρήμου
(νά ἡ ἑρμηνεία τῆς δίψας σου τὴ νύχτα).
Ἔλα μὲ στολὴ κυνηγοῦ
νὰ ξεγελάσεις τοὺς φύλακες.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ ρίζα καὶ ἡ καταγωγὴ τῶν ὡρῶν σου
καὶ τὸ ἄστρο σου τὸ βραδινὸ
(νά ἡ ἑρμηνεία τῆς νοσταλγίας σου).
Σοῦ παραδίδω τὴ φυλακή·
Σοῦ δίνω τὸ ξύλο τῆς ζωῆς
καὶ στὴν ψίχα του σκουλήκι λευκὸ
νὰ σὲ ὁδηγήσει ἀπ’ τοὺς πυλῶνες.
Ἔξω οἱ κύνες καὶ οἱ φαρμακοὶ
καὶ οἱ πόρνοι καὶ οἱ φονεῖς
καὶ οἱ εἰδωλολάτραι
καὶ οἱ ποιητὲς
Ἔλα, τώρα ποὺ ἡ λύπη μου τὴ λύπη σου
εὐαγγελίζεται…