Jun 182015
Η Δεκάτη
Τότε ποὺ ἦταν ἀξεχέρσωτος ὁ νοῦς του
καὶ πάλευε μὲ τὸ τσαπὶ καὶ τὸ ξινάρι,
Θεέ μου, τί στίχους εἶχε πάρει
στὶς ἀγριλιὲς τοῦ λογισμοῦ του…
Τότε ποὺ πάλευε ν’ ἀνάψει τὴ φωτιὰ
καὶ δούλευε μὲ λάδι τὸ λυχνάρι,
Θεέ μου, ποιὸς ἔφτανε, στὸ τρέξιμο, στὴ χάρη,
τοῦ νοῦ του τὴν ἀποκοτιά…
Τώρα τὸν ἔχουν πιὰ ἠλεκτροδοτήσει. Τὰ δάνεια κάτι,
κάτι τὰ τρακτέρ, φυτεῖες ἔχουν γίνει οἱ λογισμοί.
Τοὺς στίχους; πρώτους πρώτους τοὺς ἔφαγε ἡ δεκάτη
οἱ τόκοι, οἱ εἰσπράκτορες καὶ οἱ λογαριασμοί…