Εσσαίος
Τίνα μὲ λέγουσι οἱ ὄχλοι εἶναι;
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ, Θ΄ 18
Ἀπέραντα ποὺ ἦταν τῆς μάνας Σου τὰ μάτια
ὅταν ὡραῖος τότε στὴ λευκή Σου ἐσθήτα
στὸ σπήλαιο τοῦ Ἐγκαντὶν μὲ τοὺς Ἐσσαίους
τὸ μυστικὸ τοῦ κόσμου ἀναζητώντας
ἔμαθες τόσα πράγματα παράξενα
κι ὁρκίστηκες ποτὲ γι’ αὐτὰ νὰ μὴ μιλήσεις
Ἐσὺ ποὺ κάποτε ἤσουν δωδεκαετής.
Κι ἔπειτα ξαφνικὰ ἐκεῖ στὴ λίμνη
τί Σ’ ἔπιασε ὅλ’ αὐτὰ νὰ φανερώσεις
ποὺ μόνο σ’ ἑνὸς Ἐσσαίου τὴν ψυχὴ ταιριάζαν;
Τ’ ἤθελες τόσα πράγματα ἱερὰ καὶ φυλαγμένα
στῆς Ἱερουσαλὴμ τοὺς φαύλους να σκορπίσεις;
Ποιὸς θέλεις ὅλ’ αὐτὰ νὰ τὰ πιστέψει…
Τώρα ποὺ τὸν σταυρό Σου τὸν φωτίζουν
χιλιάδες προβολεῖς κι οἱ πόρνες πολιτεῖες
σὲ νοσταλγοῦν τὰ βράδια γιὰ δικό τους
κι ἔκαναν τὴν πορεία Σου συνήθεια
κι ἔχουν προβλέψει νὰ Σὲ ξεκουράζουν στὸν ἀνήφορο
τὰ ξέρω πιά, τὰ μάντεψα πὼς ἦταν ἐξαρχῆς
ὁ δρόμος ὁ δικός Σου μόνο πὼς σ’ ἀπασχολοῦσε
ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Ἐγκαντὶν ὅταν μονάχος
ὁ πειρασμὸς στὸ στόμα Σου φλεγόταν
ὣς τὸ θρίαμβο στὸ μυστικό Σου δεῖπνο
τὴν προσευχὴ καὶ τ’ ὀργισμένο πλῆθος
καὶ κείνη τὴν τελευταία παράκληση γιὰ ὅλους
τόσο γενναῖα καὶ λεπτὰ εἰπωμένη
ὡραῖος ὅπως τότε στὴ λευκή του ἐσθήτα
ἀγαπημένος ὅπως πάντα ἀγαπημένος
καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα Ἐσσαῖος
ὣς τὸ τέλος σου, Ἐσσαῖος…