Βαρτίμαιος Ο Τυφλός
Ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ…
ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ, Ι΄ 50-52
Στὸ δρόμο τοῦ χειμώνα καὶ τῆς πείνας
στὰ καραβάνια τῶν θανάτων καὶ τῶν ἤχων
στὸ νόστο τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἀνέμων
στὴν ἴδια πάντα θέση καθισμένος
πόσα δὲν ἔβλεπε ὁ Βαρτίμαιος ὁ τυφλός.
Τὸν γέλασεν ὁ ὄχλος κι οἱ φωνὲς
κι ὁ θόρυβος γιὰ ὅσα τάχατες δὲν εἶχε ματακούσει
κι ἴσως τὸ θρόισμα ἀπ’ τὰ λευκὰ ἱμάτιά Του
ποὺ ἔσβησεν πρὸς τῆς Βιθυνίας τὰ μέρη…
Στὸ μέτωπο τοῦ χρόνου ὁ σταυρὸς
καὶ κάθε νύχτα ἡ πολιτεία μετανιωμένη
ἔχει ἀπομείνει ὁ δρόμος σιωπηλὸς
στὰ βάθη ὁ ὄχλος, προδομένος καὶ προδότης.
Τώρα γνωρίζοντας τὰ δάκρυα τί σημαίνουν
τί τὸ νὰ δεῖ κατάματα τὸν ἥλιο
τὸ νὰ βαδίσει χώρια ἀπ’ τὴ σκιά του
ἀναζητάει τὰ ριγμένα ἱμάτιά του
μετανιωμένος ὁ Βαρτίμαιος ὁ τυφλός.
Τί ἤθελε – ἀφοῦ στὴν ἴδια θέση θὰ γυρνοῦσε
στὰ πόδια τῆς Ἱεριχοῦς ἐπαίτης –
τ’ ἤθελε νὰ ζητήσει ν’ ἀναβλέψει;